επιμελής (-ής, -ές)/επιμελώς
αξία/σημασία
λεπτολόγος (-α, -ο)/σχολαστικά
πουλάω κάτι κάτω από την αξία του
πλησιάζω κάποιον (εδώ: συναισθηματικά)
γκάνγκστερ/κακοποιός (αρσενικό)
γκάνγκστερ/κακοποιός (θηλυκό)
τρελός
τρελή
προλετάριος
επαίτης/ζητιάνος
επαίτισσα/ζητιάνα
επενδύω (χρήματα)
προνοητικός (-ή, -ό)
κωδικός TAN
αποταμιεύω κάτι
φυλάω/κρατάω κάτι
τόκοι
χρηματικό απόθεμα/αποθεματικό
σύνθετος τόκος/ανατοκισμός
περιμένω να έρθουν καλύτεροι καιροί
εγγύηση/ασφάλεια
σύμβαση στεγαστικού ταμιευτηρίου
έσοδα
ρισκάρω
επένδυση (χρημάτων)
κέρδος
προβλέψιμος (-η, -ο)/υπολογίσιμος (-η, -ο)
απρόβλεπτος (-η, -ο)/μη υπολογίσιμος (-η, -ο)
κάτι αξίζει τον κόπο
επιτρέπω σε κάποιον να με πλησιάσει/ανοίγομαι σε κάποιον
απώλεια