Λεξιλόγιο

επάγγελμα

Τι δουλειά κάνεις;

Τι δουλειά κάνετε;

Με τι ασχολείσαι;

Με τι ασχολείστε;

Ich bin Bauarbeiter.

Είμαι οικοδόμος. (αρσενικό και θηλυκό)

Ich bin Polizistin.

Είμαι αστυνομικός. (αρσενικό και θηλυκό)

Είμαι άνεργος (-η).

Σπουδάζω.

Κάνω μία επαγγελματική κατάρτιση.

arbeiten
arbeitet, arbeitete, hat gearbeitet

εργάζομαι/δουλεύω

die Arbeit
hier nur Singular

δουλειά/εργασία

Ψάχνω για δουλειά.


Λεξιλόγιο