Λεξιλόγιο

το πρωί

Σηκώνομαι στις οκτώ.

frühstücken
frühstückt, frühstückte, hat gefrühstückt
frühstücken

τρώω πρωινό

Ich putze mir die Zähne.

Πλένω τα δόντια μου.

Κάνω ντους κάθε μέρα.

Ich wasche mir die Haare.

Λούζω τα μαλλιά μου.

Ich ziehe mich an.

Ντύνομαι.

Στις εννέα πάω στη δουλειά.

το μεσημέρι

μεσημεριανό διάλειμμα

Στη μία τρώω μεσημεριανό.

το απόγευμα

Στις 18:30 σχολάω.

Πηγαίνω στο σπίτι.

το βράδυ

Στις 10 μ.μ. πηγαίνω στο κρεβάτι.


Λεξιλόγιο