Λεξιλόγιο

Ποιος είναι αυτός;/Ποιοι είναι αυτοί;

die Familie, die Familien

οικογένεια

Αυτή είναι η οικογένειά μου.

die Eltern
nur Plural

γονείς

πατέρας

Δεν έχω παιδιά.

Έχω δύο γιους.

σύζυγος (θηλυκό)

σύζυγος (αρσενικό)

Ich bin verheiratet.

Είμαι παντρεμένος (-η).

Είμαι ανύπαντρος (-η).


Λεξιλόγιο