Λεξιλόγιο

προϊστάμενος (αρσενικό)

προϊσταμένη (θηλυκό)

der Angestellte, die Angestellten
mit unbestimmtem Artikel: ein Angestellter, Angestellte

υπάλληλος (αρσενικό)

die Angestellte, die Angestellten
mit unbestimmtem Artikel: eine Angestellte, Angestellte

υπάλληλος (θηλυκό)

das Büro, die Büros

γραφείο

συνάδελφος (αρσενικό)

συνάδελφος (θηλυκό)

Έχω συμπαθητικούς συναδέλφους.

ωράριο εργασίας

κάνω υπερωρίες

die Mittagspause, die Mittagspausen

μεσημεριανό διάλειμμα

Τώρα θα σχολάσω.

Θα πάρω ρεπό.

Πρέπει να δηλώσω ασθένεια.

Παραιτούμαι.


Λεξιλόγιο