Λεξιλόγιο
die Vollzeit
nur Singular

πλήρης απασχόληση

die Teilzeit
nur Singular

μερική απασχόληση

Εργάζομαι με μερική απασχόληση.

μόνιμη θέση εργασίας

Είμαι μόνιμος (-η) υπάλληλος.

Είμαστε ελεύθεροι επαγγελματίες.

die Schwarzarbeit
nur Singular

αδήλωτη εργασία

Εργάζεται χωρίς να είναι δηλωμένος.

εκκαθαριστικό σημείωμα μισθοδοσίας

μικτά

καθαρά

Κερδίζω πολύ λίγα χρήματα.

ασφάλιση σύνταξης


Λεξιλόγιο