Λεξιλόγιο
die Ferien
nur Plural

διακοπές

Τι κάνεις στις διακοπές;

Ταξιδεύω.

Επισκέπτομαι την οικογένειά μου.

άδεια/διακοπές

Πότε έχεις άδεια;

Έχω άδεια τον Αύγουστο.

Πού θα κάνεις διακοπές;

Θα κάνω διακοπές στην παραλία.

Θα κάνω πεζοπορία.

Θα μείνω στο σπίτι.

Ich ruhe mich aus.

Θα ξεκουραστώ.

Ich renoviere die Wohnung.

Θα κάνω ανακαίνιση στο διαμέρισμα.

Θα κάνω πρακτική άσκηση.


Λεξιλόγιο