Λεξιλόγιο

συναίσθημα

das Glück
nur Singular

ευτυχία

Ich freue mich!

Είμαι χαρούμενος (-η)!

Πρέπει να γελάσω.

die Trauer
nur Singular

λύπη

Ich bin traurig.

Είμαι στεναχωρημένος (-η).

Πρέπει να κλάψω.

Ich bin wütend.

Είμαι πολύ θυμωμένος (-η).

Ich habe Angst.

Φοβάμαι.

Έχω πάθει σοκ.

Ich bin überrascht.

Είμαι έκπληκτος (-η).

Ich schäme mich.

Ντρέπομαι.

Ich bin verwirrt.

Είμαι μπερδεμένος (-η).

Mir ist langweilig.

Βαριέμαι.


Λεξιλόγιο