Λεξιλόγιο

γηροκομείο

εξαιρετικός (-ή, -ό)/εξαιρετικά

γι' αυτό

einsam
einsamer, am einsamsten

μόνος (-η, -ο)

ενέργεια

mobil
mobiler, am mobilsten

δραστήριος (-α, -ο)

der Rentner, die Rentner

συνταξιούχος (αρσενικό)

συνταξιούχος (θηλυκό)

schwach
schwächer, am schwächsten

αδύναμος (-η, -ο)/αδύναμα

Ω, με συγχωρείτε!/Ω, συγγνώμη!


Λεξιλόγιο