μετακομίζω/βγαίνω (από)
ιδιαίτερος, ιδιαίτερη, ιδιαίτερο
κάτοικος/ένοικος (αρσενικό)
κάτοικος/ένοικος (θηλυκό)
παλαιότερα/άλλοτε
συχνότερα
διαφορά
συγγενεύω/έχω συγγένεια (με)
ζυγίζω
μετακομίζω
συγκατοικώ με κάποιον