aus|ziehen
zieht aus, zog aus, ist ausgezogen
aus|ziehen

μετακομίζω/βγαίνω (από)

ιδιαίτερος, ιδιαίτερη, ιδιαίτερο

κάτοικος/ένοικος (αρσενικό)

κάτοικος/ένοικος (θηλυκό)

παλαιότερα/άλλοτε

συχνότερα

συγγενεύω/έχω συγγένεια (με)

wiegen
wiegt, wog, hat gewogen

ζυγίζω

ziehen
zieht, zog, ist gezogen

μετακομίζω

mit jemandem zusammen|wohnen
wohnt zusammen, wohnte zusammen, hat zusammengewohnt

συγκατοικώ με κάποιον