αρχή/ξεκίνημα
τηλεφώνημα
κοιτάζω κάτι
προσέχω κάποιον/κάτι
au-pair (αρσενικό)
au-pair (θηλυκό)
ότι
ξένος (-η, -ο)
το πολύ
πληροφορία
συμπεριλαμβανομένου (-ης, -ου)
τουλάχιστον
πακετάρω (κάτι)
κατάσταση
χαρτζιλίκι
Τουρκία
κατάλυμα
κερδίζω κάτι
εγκαταλείπω κάτι/κάποιον
διατροφή/σίτιση
γιατί
επειδή
κλαίω
γιατί/για ποιον λόγο
γιατί
σπίτι
ναι μεν…, αλλά