συντομογραφία
παλιό κτήριο
διαμέρισμα
μπαλκόνι
αγρόκτημα
επιθεώρηση (διαμέρισμα)
σοφίτα
ισόγειο
γκαράζ
κεντρικός σιδηροδρομικός σταθμός
εκ των προτέρων
κρύος (-α, -ο)
«κρύο» ενοίκιο (ενοίκιο χωρίς κοινόχρηστα)
εγγύηση
υπόγειο
επαφή/επικοινωνία
τοποθεσία
ανακοινώνω/γνωστοποιώ κάτι (σε κάποιον)
επιπλωμένος (-η, -ο)
μηνιαίο ενοίκιο
κοινόχρηστα
νεόκτιστο κτήριο
συν
τετραγωνικό μέτρο
θέση στάθμευσης
βρωμάω
χαριτωμένος (-η, -ο)/χαριτωμένα
εν μέρει/μερικώς
πανεπιστημιακό νοσοκομείο
προάστιο
ζεστός (-ή, -ό)/ζεστά
προσπαθώ/δοκιμάζω κάτι
«ζεστό» ενοίκιο (ενοίκιο με κοινόχρηστα)
διαμέρισμα
κεντρικός (-ή, -ό)/κεντρικά
δωμάτιο