ολοκληρώνω κάτι
ακαδημαϊκός (αρσενικό)
ακαδημαϊκός (θηλυκό)
υπάλληλος (θηλυκό)
υπάλληλος (αρσενικό)
δοκιμάζω κάτι
επιλογή επαγγέλματος
κακός (-ιά, -ό)
επειδή
σχέδιο
διερμηνέας (αρσενικό)
διερμηνέας (θηλυκό)
ανεγείρω (κτήριο)/προκύπτω/γίνομαι
αναπτύσσω κάτι
διευθυντής
βιοτεχνικό επάγγελμα
σε αντίθεση με
δημοσιογράφος (αρσενικό)
δημοσιογράφος (θηλυκό)
Νομική
σχεδόν καθόλου/ελάχιστα
Παιδαγωγικά
Μηχανολογία
Ιατρική
βαθμός
Φυσική
αυτοαπασχολούμενος
είμαι υπερήφανος (για κάποιον/κάτι)
επανειδίκευση
υποστηρίζω κάποιον