Λεξιλόγιο
aktuell
aktueller, am aktuellsten

επίκαιρος (-η, -ο)

das Anschreiben, die Anschreiben

συνοδευτική επιστολή

εργαζόμενος

περιορισμένης διάρκειας

υποψήφιος

μικτός μισθός

jemanden ein|stellen
stellt ein, stellte ein, hat eingestellt

προσλαμβάνω κάποιον

ευαγγελικός (-ή, -ό)

ωστόσο/εντούτοις

καθολικός (-ή, -ό)

εκκλησία

κόστος

μαθητεία

μείον

καθαρός μισθός

διευθυντής προσωπικού

ασφάλιση χρόνιας περίθαλψης

ασφάλιση συνταξιοδότησης

εργασία με βάρδιες

αδύνατο σημείο/αδυναμία

selbstbewusst
selbstbewusster, am selbstbewusstesten

με αυτοπεποίθηση

κοινωνική ασφάλιση

δυνατό σημείο

φορολογική κλίμακα εισοδήματος

αριθμός φορολογικού μητρώου/ΑΦΜ

sich auf etwas vor|bereiten
bereitet vor, bereitete vor, hat vorbereitet

προετοιμάζομαι για κάτι

πιστοποιητικό