ανάβω κάτι
συσκευή
μένω ξύπνιος
τότε/τον καιρό εκείνο
ηλεκτρικός (-ή, -ό)
ηλεκτρική κουζίνα
φωτιά
παλαιότερα/άλλοτε
σήμερα/στις μέρες μας
ξύλο
υγιεινός (-ή, -ό)/υγιεινά
σε σύγκριση με
επί χρόνια
αρκώ
μαζεύω/συλλέγω κάτι
αλλά
το αργότερο
ηλεκτρικό ρεύμα
άβολος (-η, -ο)/άβολα, κουραστικός (-ή, -ό)/κουραστικά
μαζεύω/απομακρύνω κάτι