νευριάζω με κάποιον/κάτι
έχω γνώση/είμαι ενημερωμένος (για κάτι)
αηδιάζω στη θέα κάποιου πράγματος
αηδιαστικός (-ή, -ό)
απογοητευμένος (-η, -ο)
επιτρέπω κάτι
χαρούμενος (-η, -ο)/χαρούμενα
ευτυχισμένος (-η, -ο)/ευτυχισμένα
γλυκός (-ιά, -ό)/ευγενικός (-ή, -ό)
Θεέ μου!
πραγματικά
εδώ και καιρό
αράχνη
λυπημένος (-η, -ο)
ξαφνιασμένος (-η, -ο)/έκπληκτος (-η, -ο)
δυστυχισμένος (-η, -ο)
όταν/αν
οργισμένος (-η, -ο)/οργισμένα