Λεξιλόγιο

ιδιαίτερα

λιγάκι/κάπως

fremd
fremder, am fremdesten

ξένος (-η, -ο)

παρουσιαστής

παρουσιάστρια

nervig
nerviger, am nervigsten

εκνευριστικός (-ή, -ό)/εκνευριστικά

das Paar, die Paare

ζευγάρι

σύντροφος (αρσενικό)

σύντροφος (θηλυκό)

και τόσο 

περιήγηση/ξενάγηση πόλης

τακτική συνάντηση

sich treffen
trifft, traf, hat getroffen

συναντιέμαι

παρ’ όλ’ αυτά

sich unterhalten
unterhält, unterhielt, hat unterhalten

συζητάω/συνομιλώ

πραγματικός (-ή, -ό)/πραγματικά

αρκετός (-ή, -ό)/αρκετά