ιδιαίτερα
λιγάκι/κάπως
ξένος (-η, -ο)
ασθένεια
παρουσιαστής
παρουσιάστρια
εκνευριστικός (-ή, -ό)/εκνευριστικά
ζευγάρι
σύντροφος (αρσενικό)
σύντροφος (θηλυκό)
και τόσο
περιήγηση/ξενάγηση πόλης
τακτική συνάντηση
συναντιέμαι
παρ’ όλ’ αυτά
συζητάω/συνομιλώ
πραγματικός (-ή, -ό)/πραγματικά
αρκετός (-ή, -ό)/αρκετά