Λεξιλόγιο
etwas ahnen
ahnt, ahnte, hat geahnt

υποψιάζομαι/διαισθάνομαι κάτι

jemanden aus|reden lassen
lässt ausreden, ließ ausreden, hat ausreden lassen

αφήνω κάποιον να ολοκληρώσει αυτό που λέει

beleidigt
beleidigter, am beleidigsten

προσβεβλημένος (-η, -ο)

Αυτό δεν μπορεί να είναι αλήθεια!

deutlich
deutlicher, am deutlichsten

σαφής (-ής, -ές)/σαφώς

jemandem etwas erklären
erklärt, erklärte, hat erklärt

εξηγώ κάτι σε κάποιον

έτοιμος (-η, -ο)

ηλίθιος

κάτι/οτιδήποτε

κάπως/με κάποιον τρόπο

κατά την άποψή μου

Είμαι άλλης άποψης.

Είμαι της ίδιας άποψης. 

παρανόηση/παρεξήγηση

επίτηδες/σκόπιμα

αύριο το πρωί

etwas schaffen
schafft, schaffte, hat geschafft

καταφέρνω κάτι

die Schlange, die Schlangen

ουρά (αναμονής)

(an etwas) Schuld haben
hat, hatte, hat gehabt

έχω το φταίξιμο (για κάτι)

(an etwas) schuld sein
ist, war, ist gewesen

φταίω/είμαι υπαίτιος (για κάτι)

spinnen
spinnt, spann, hat gesponnen

είμαι τρελός/λέω βλακείες

überzeugend
überzeugender, am überzeugendsten

πειστικός (-ή, -ό)/πειστικά

αδύνατος (-η, -ο)/ανέφικτος (-η, -ο)

der Unsinn
nur Singular

ανοησία

vorbei sein
ist, war, ist gewesen

τελείωσε

(jemandem) etwas vor|schlagen
schlägt vor, schlug vor, hat vorgeschlagen

προτείνω κάτι (σε κάποιον)

αλήθεια, αληθής (-ής, -ές)/αληθώς

επειδή

jemandem widersprechen
widerspricht, widersprach, hat widersprochen

διαφωνώ με κάποιον/αντιλέγω σε κάποιον 

αντίρρηση/ένσταση

die Zustimmung
nur Singular

συναίνεση/συγκατάθεση