Λεξιλόγιο
Angst haben
hat, hatte, hat gehabt
Angst haben

φοβάμαι

άδεια εργασίας

σε καμία περίπτωση

die Biologie
nur Singular

βιολογία

επιτυχία

erfolgreich
erfolgreicher, am erfolgreichsten

επιτυχημένος (-η, -ο)/επιτυχώς

Examen machen
macht, machte, hat gemacht

δίνω εξετάσεις

εταιρεία

die Integration
nur Singular

κοινωνική ενσωμάτωση

εντατικός κύκλος μαθημάτων

Jura
ohne Artikel

Νομική

μετανάστης

μετανάστρια

ακόμα καλύτερα

πρακτική άσκηση

διαδικασία

σπουδές

στόχος

μέλλον

σχέδιο για το μέλλον