χρεώνω κάτι
αφαιρείται (ποσοτικά)
δίνω προσοχή σε κάτι/κάποιον
αφήνω κάτι ανοιχτό/αναμμένο
τρόπος
σβήνω/απενεργοποιώ κάτι
πιστοποιώ/βεβαιώνω
χρηματικό ποσό
πάγια εντολή
εισάγω/πληκτρολογώ κάτι
φτάνω/εισέρχομαι
ανοίγω (λογαριασμό)/ρυθμίζω
καταθέτω κάτι
παραλήπτης
παραλήπτρια
υπενθυμίζω σε κάποιον κάτι
υπενθύμιση
φυσικό αέριο
ελλειμματικός (-ή, -ό)/με αρνητικό υπόλοιπο
πλεονασματικός (-ή, -ό)/με θετικό υπόλοιπο
δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού (αρσενικό)
δικαιούχος τραπεζικού λογαριασμού (θηλυκό)
κατάσταση λογαριασμού
παίρνω ένα δάνειο
φροντίζω/μεριμνώ για κάτι/κάποιον
άμεση χρέωση
απόδειξη πληρωμής
δόση (αποπληρωμής)
λογαριάζω/υπολογίζω
κοιτάζω
στέλνω σε κάποιον κάτι
χρέη
χρωστάω σε κάποιον κάτι
αντί
αριθμός συναλλαγής TAN
εμβάζω κάτι
κάτω
καταναλώνω κάτι
εκμισθωτής/ιδιοκτήτης (ακινήτου)
εκμισθώτρια//ιδιοκτήτρια (ακινήτου)
αιτιολογία συναλλαγής
πληρωμή πριν από την παράδοση
πληρωμή