Λεξιλόγιο

εργατικό δυναμικό

etwas bauen
baut, baute; hat gebaut

κατασκευάζω/χτίζω κάτι

πολιτικός μηχανικός (αρσενικό)

πολιτικός μηχανικός (θηλυκό)

ηλεκτρικός (-ή, -ό)

etwas füllen
füllt, füllte, hat gefüllt

γεμίζω κάτι

etwas her|stellen
stellt her, stellte her, hat hergestellt

κατασκευάζω κάτι

μηχανή/μηχάνημα

über etwas/jemanden nach|denken
denkt nach, dachte nach, hat nachgedacht

συλλογίζομαι/σκέφτομαι κάτι/κάποιον

nennen
nennt, nannte, hat genannt

ονομάζω

das Plastik
nur Singular
das Plastik

πλαστικό

εντελώς/τελείως

jemandem etwas vor|stellen
stellt vor, stellte vor, hat vorgestellt

παρουσιάζω κάτι σε κάποιον

οδοντόβουρτσα

die Zahnpasta
nur Singular

οδοντόκρεμα

πρόσθετος (-η, -ο)/πρόσθετα

(jemandem/etwas) zu|stimmen
stimmt zu, stimmte zu, hat zugestimmt

συμφωνώ (με κάποιον/κάτι)