εργατικό δυναμικό
κατασκευάζω/χτίζω κάτι
πολιτικός μηχανικός (αρσενικό)
πολιτικός μηχανικός (θηλυκό)
σκεπή
ηλεκτρικός (-ή, -ό)
γεμίζω κάτι
λαμπτήρας
κατασκευάζω κάτι
μηχανή/μηχάνημα
συλλογίζομαι/σκέφτομαι κάτι/κάποιον
ονομάζω
πλαστικό
εντελώς/τελείως
παρουσιάζω κάτι σε κάποιον
οδοντόβουρτσα
οδοντόκρεμα
πρόσθετος (-η, -ο)/πρόσθετα
συμφωνώ (με κάποιον/κάτι)