από (χρονικό)

από πότε

allein
umgangssprachlich auch: alleine

μόνος (-η, -ο)

στις (χρονικό)

Αντίο! (επίσημο, στο τηλέφωνο)

τρία τέταρτα (ώρα)

geöffnet haben
hat, hatte, hat gehabt

είναι ανοιχτά

geschlossen haben
hat, hatte, hat gehabt

είναι κλειστά

μισή ώρα

σε

λίγο μετά

λίγο πριν

δυστυχώς

προσφορά για μεσημεριανό

μετά

ώρες λειτουργίας

die Roulade, die Rouladen

ρολό (κρέατος)

τέταρτο (ώρα)

και τέταρτο

παρά τέταρτο

πριν

(auf jemanden/etwas) warten
wartet, wartete, hat gewartet

περιμένω (κάποιον/κάτι)