Επανάληψη: Ερωτήσεις με «W»
Οι ερωτήσεις με «W» χρησιμοποιούνται, όταν θέλουμε να ρωτήσουμε τον συνομιλητή μας κάτι σχετικό με μία άγνωστη περίσταση. Αυτές οι ερωτήσεις δεν μπορούν να απαντηθούν με «ναι» ή «όχι». Στην 1η συντακτική θέση των ερωτήσεων με «W» βρίσκεται μία ερωτηματική λέξη, η οποία συνήθως ξεκινά με το γράμμα «W», π.χ.: Woher …? Wo …? Wie …?
Warum haben Sie uns diese langsamen Tablets verkauft?
Wie bekomme ich mein Geld zurück?
Επανάληψη: Πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις με ερωτηματικές λέξεις
Μπορούμε να διατυπώσουμε μία ερώτηση με «W» και ως πλάγια ερώτηση, σχηματίζοντας μία δευτερεύουσα πρόταση. Η δευτερεύουσα αυτή πρόταση έχει, συνήθως, τον ρόλο του αντικειμένου της κύριας πρότασης. Στην περίπτωση αυτή, ούτε η κύρια πρόταση μπορεί, συνήθως, να σταθεί μόνη της στον λόγο. Η κύρια πρόταση μπορεί να είναι μία δηλωτική ή και μία ερωτηματική πρόταση. Όταν η κύρια πρόταση είναι δηλωτική, στο τέλος της πρότασης μπαίνει τελεία. Όταν η κύρια πρόταση είναι ερωτηματική, στο τέλος της πρότασης μπαίνει ερωτηματικό.
Δηλωτική πρόταση + πλάγια ερωτηματική πρόταση:
Ich möchte wissen, warum Sie uns diese langsamen Tablets verkauft haben.
Ερωτηματική πρόταση + πλάγια ερωτηματική πρόταση:
Können Sie mir sagen, wie ich mein Geld zurückbekomme?
Συχνά, χρησιμοποιούμε πλάγιες ερωτηματικές προτάσεις για να διατυπώσουμε ερωτήσεις με ιδιαίτερα ευγενικό τρόπο. Άλλοτε πάλι, όμως, η ερώτηση είναι ειρωνική. Σε αυτήν την περίπτωση δεν προσδοκούμε μία απάντηση στην ερώτηση, αλλά τη χρησιμοποιούμε για να διαμαρτυρηθούμε για κάτι:
Wissen Sie, wie oft ich heute schon angerufen habe?
Γραμματικοί όροι στα Γερμανικά: die W-Frage: Οι ερωτήσεις με «W» είναι ανοιχτές ερωτήσεις, τις οποίες δεν μπορούμε να απαντήσουμε με «ναι» ή «όχι». Στα Γερμανικά ονομάζονται και «Ergänzungsfragen». Οι ερωτήσεις με «W» ξεκινούν συνήθως με μία ερωτηματική λέξη, η οποία ξεκινά με το γράμμα «W». |