εκνευρίζω κάποιον
σπάω τα νεύρα κάποιου
αναχωρώ/ξεκινώ
κομψός (-ή, -ό)
θέα στη θάλασσα
πλήρης διατροφή
ημιδιατροφή
κάνω check-in
χειραποσκευή
πλάσμα/ον
παραλία
τοποθετώ κάτι πάνω σε κάτι άλλο
επικράτεια
μπαίνω στο Wi-Fi
μαυρίζω
κλέβω (κάτι)
γιατί
εκεί πέρα
θησαυρός (εδώ: χαϊδευτικό αγαπημένου ατόμου)
κάνω κράτηση (για κάτι)
ξεκούραση
ανά (π.χ. άτομο)
συμπεριλαμβανομένου (-ης, -ου)
τοποθεσία
κατάλυμα
κεντρικός (-ή, -ό)/κεντρικά
παρόλα αυτά
απέχω από κάτι
κλείνω κάτι (π.χ. εκδρομή)
κάνω check-out
δροσιστικό ποτό
άτομο που κλείνει νωρίς διακοπές (αρσενικό)
άτομο που κλείνει νωρίς διακοπές (θηλυκό)
ανακαλύπτω κάτι
εργένης (-ισσα)/ελεύθερος (-η)
όχι μόνο…, αλλά και…
ευρύχωρος (-η, -ο)
επιπλέον
καθαρός (-ή, -ό)/καθαρά
ταξίδι προς έναν προορισμό/άφιξη
ταξίδι από έναν προορισμό/αναχώρηση
δικός (-ή, -ό) μου
υπόσχομαι κάτι (σε κάποιον)
παραπονιέμαι
πρόταση/σύσταση
επιπλώνω κάτι
επιλογή
γιγάντιος (-α, -ο)/τεράστιος (-α, -ο)
απολαμβάνω κάτι