τα βολεύω όλα
τυφλός (-ή, -ό)
συμμετέχω σε κάτι/είμαι μέσα
αναπαριστώ/απεικονίζω κάποιον/κάτι
Στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος.
μονόφθαλμος (-η, -ο)
πακετάρω/τυλίγω κάτι
τρίχωμα
είμαι χοντρόπετσος
παίζω χαρτιά
χτυπώ/κουδουνίζω
δύναμη
μοντέλο
ευαίσθητος (-η, -ο)
έχω ραντεβού
προηγουμένως
τραβάω
πιάνω κάποιον κορόιδο