Λεξιλόγιο
eine Ausbildung machen
macht, machte, hat gemacht

κάνω μία επαγγελματική κατάρτιση

das Ballett
nur Singular

μπαλέτο

ενθουσιασμός

berühmt
berühmter, am berühmtesten

διάσημος (-η, -ο)

χορογράφος (αρσενικό)

χορογράφος (θηλυκό)

διευθυντής

διευθύντρια

jemanden/etwas entdecken
entdeckt, entdeckte, hat entdeckt

ανακαλύπτω κάποιον/κάτι

διήγηση/αφήγηση

Karriere machen
macht, machte, hat gemacht

κάνω καριέρα

(etwas) malen
malt, malte, hat gemalt

ζωγραφίζω (κάτι)

jemanden motivieren
motiviert, motivierte, hat motiviert

δίνω κίνητρο σε κάποιον/ενθαρρύνω κάποιον

etwas starten
startet, startete, hat gestartet

ξεκινάω κάτι

χορευτής

der Tod, die Tode
Plural selten

θάνατος

verboten

απαγορευμένος (-η, -ο)/απαγορεύεται

Zeit für sich haben
hat, hatte, hat gehabt

έχω χρόνο για τον εαυτό μου