Λεξιλόγιο
etwas aus|drücken
drückt aus, drückte aus, hat ausgedrückt

εκφράζω/υποδηλώνω κάτι

Δεν θα μιλάτε σοβαρά!/Δεν το εννοείτε!

Είμαι της ίδιας άποψης.

Είμαι άλλης άποψης.

(mit jemandem) diskutieren
diskutiert, diskutierte, hat diskutiert

συζητάω (με κάποιον)

etwas erhöhen
erhöht, erhöhte, hat erhöht

αυξάνω κάτι

sich erhöhen
erhöht, erhöhte, hat erhöht

αυξάνομαι

Αρκετά!

Είμαι άλλης άποψης.

etwas klären
klärt, klärte, hat geklärt

ξεκαθαρίζω/κανονίζω/λύνω κάτι

καταστηματάρχης (αρσενικό)

καταστηματάρχης (θηλυκό)

αύξηση ενοικίου

Με φιλικούς χαιρετισμούς

recht haben
hat, hatte, hat gehabt

έχω δίκαιο

(etwas) schließen
schließt, schloss, hat geschlossen

κλείνω (κάτι)

Αξιότιμη κυρία...

Αξιότιμε κύριε...

steigen
steigt, stieg, ist gestiegen
steigen

ανεβαίνω/αυξάνομαι

sich verändern
verändert, veränderte, hat verändert

αλλάζω/μεταβάλλομαι

συνοικία/γειτονιά

αντίρρηση/ένσταση

sich über etwas wundern
wundert, wunderte, hat gewundert

απορώ για κάτι

die Zustimmung
nur Singular

συναίνεση/συγκατάθεση


Λεξιλόγιο