φόβος/αγωνία
εκδρομή
πάτωμα/έδαφος
ξάδελφος
ξαδέλφη
ομαλός (-ή, -ό)/χαλαρός (-ή, -ό)
τρώω (κάτι)
ταξιδεύω αεροπορικώς
ψήνω (κάτι) στη σχάρα/κάνω μπάρμπεκιου
γελάω
έχει περάσει καιρός από
τίποτα
θείος
ταξιδεύω
λίμνη
περίπατος
πουλάω κάτι
φεύγω/ταξιδεύω
καιρός