στεγνώνω (κάτι)
πλένω (κάτι)
κρεμάω κάτι
αδειάζω κάτι/βγάζω κάτι (από)
μωρό
σκούπα
γεμίζω κάτι/τακτοποιώ κάτι (σε)
το ίδιο (σύγκριση)
πιατικά
ποτήρι
ίδιος (-α, -ο)/το ίδιο
συχνός (-ή, -ό)/συχνά
δουλειά του νοικοκυριού
νοικοκυρά
νοικοκυριό
νοικοκύρης
εντάξει
σκουπίζω
φέρνω κάτι (σε κάποιον)
ποτέ
ποτέ πια
τακτοποιημένος (-η, -ο)/τακτοποιημένα
τακτικός (-ή, -ό)/τακτικά
βάζω ηλεκτρική σκούπα
πλένω
πλυντήριο πιάτων
συνεχώς
βάζω ηλεκτρική σκούπα
ηλεκτρική σκούπα
ακατάστατος (-η, -ο)/ακατάστατα
μπουγάδα/ρούχα για πλύσιμο
όπως