αδειάζω κάτι/βγάζω κάτι (από)
το ίδιο (σύγκριση)
ίδιος (-α, -ο)/το ίδιο
συχνός (-ή, -ό)/συχνά
δουλειά του νοικοκυριού
νοικοκυρά
νοικοκυριό
νοικοκύρης
εντάξει
φέρνω κάτι (σε κάποιον)
ποτέ
ποτέ πια
τακτοποιημένος (-η, -ο)/τακτοποιημένα
τακτικός (-ή, -ό)/τακτικά
βάζω ηλεκτρική σκούπα
συνεχώς
ακατάστατος (-η, -ο)/ακατάστατα
όπως