Λεξιλόγιο

διαδικασία/εξέλιξη

φροντιστής πλατό

φροντίστρια πλατό

αυτόγραφο

τεχνικός φωτισμού (αρσενικό)

τεχνικός φωτισμού (θηλυκό)

σκηνογράφος (αρσενικό)

σκηνογράφος (θηλυκό)

erschöpft (sein)
erschöpfter, am erschöpftesten

(είμαι) εξαντλημένος (-η, -ο)

jemanden erwischen
erwischt, erwischte, hat erwischt

πιάνω/τσακώνω κάποιον

κλακέτα σκηνοθέτη

κινηματογραφικό πλατό

παραγωγή ταινιών

κινηματογραφικό στούντιο

sich gedulden
geduldet, geduldete, hat geduldet

κάνω υπομονή

gespannt sein
ist, war, ist gewesen

είμαι περίεργος (-η, -ο)/ανυπόμονος (-η, -ο)

(bei etwas) mit|spielen
spielt mit, spielte mit, hat mitgespielt

συμμετέχω (σε κάτι)/παίζω έναν ρόλο

rennen
rennt, rannte, ist gerannt

τρέχω

für etwas sorgen
sorgt, sorgte, hat gesorgt

φροντίζω για κάτι

σταρ/αστέρας

στούντιο

etwas überprüfen
überprüft, überprüfte, hat überprüft

ελέγχω κάτι

σκοινί μπουγάδας


Λεξιλόγιο