μονογονέας (αρσενικό/θηλυκό)
μονογονέας (αρσενικό)
μονογονέας (θηλυκό)
(Είναι) όλα εντάξει;
προσφέρω κάτι
προσφορά
φροντίζω κάποιον/κάτι/μεριμνώ για κάποιον/κάτι
φροντίδα/μέριμνα
Αυτό σημαίνει...
χάνω την ψυχραιμία μου
περιμένω παιδί/κάνω παιδί
λήγει/τελειώνει
ανατρέφω/διαπαιδαγωγώ κάποιον
νηπιαγωγός (αρσενικό)
νηπιαγωγός (θηλυκό)
προαιρετικός (-ή, -ό)/προαιρετικά
δημοτικό σχολείο
ομάδα/γκρουπ
παιδικός σταθμός/νηπιαγωγείο
κάποιος, κάποια, κάποιο
έγκυος
δύσκολος (-η, -ο)/δύσκολα
παιδοκόμος (θηλυκό)
είμαι μαζί (για σχέση)