ωράριο εργασίας
κλείνω το τηλέφωνο
επαγγελματική κατάρτιση
μαθητευόμενη
μαθητευόμενος
αρτοποιός (αρσενικό)
αρτοποιός (θηλυκό)
ποτίζω τα λουλούδια
έμπορος ποδηλάτων (αρσενικό)
έμπορος ποδηλάτων (θηλυκό)
παντρεύομαι κάποιον
όλο και περισσότεροι (-ες, -α)
συντηρητικός (-ή, -ό)
αρσενικού γένους
άνθρωπος
λερωμένος (-η, -ο)/βρώμικος (-η, -ο)
είμαι αφεντικό του εαυτού μου
στερεότυπο
τυπικός (-ή, -ό)/χαρακτηριστικός (-ή, -ό)
ανεξάρτητος (-η, -ο)/ανεξάρτητα
αδιανόητος (-η, -ο)
θηλυκού γένους