κουράζομαι
στον δρόμο προς
γλιστράω
σπάω κάτι
απολυμαντικό
προσαρμόζομαι
πέφτω
περβάζι παραθύρου
κρατιέμαι από κάτι
επικίνδυνος (-η, -ο)/επικίνδυνα
κατά
αντικείμενο
ποτήρι
κολλάω κάτι
ρινικές σταγόνες
γιατρός επειγόντων περιστατικών (αρσενικό)
γιατρός επειγόντων περιστατικών (θηλυκό)
έμπλαστρο
καθαρίζω κάτι
αλοιφή
πάει στραβά
κόβομαι
ανεβαίνω σε κάτι
σημείο/θέση
σκοντάφτω
χτυπάω
πέφτω
επίδεσμος
καίγομαι
χύνω κάτι
ασφαλισμένος (-η, -ο)