σίδερο σιδερώματος
σιδερώνω (κάτι)
βούρτσα
χάος
μετακομίζω/μπαίνω (σε)
σκουπίζω (κάτι)
ξεσκονόπανο/πανί
άδειος (-α, -ο)
σκουπιδοτενεκές
κάδος απορριμμάτων
επιστρεφόμενη φιάλη/μπουκάλι υποκείμενο σε καταβολή εγγύησης
βγάζω κάτι/κάποιον έξω
παραμένω ήρεμος
καθαρίζω
βάζω ηλεκτρική σκούπα
σφουγγάρι
ο ίδιος, η ίδια, το ίδιο
σκόνη
ξεσκονίζω
στεγνώνω κάτι
γεμάτος (-η, -ο)
πηγαίνω κάτι/κάποιον κάπου αλλού
σφουγγαρίζω