μετρητά

παράδειγμα

(etwas) bezahlen
bezahlt, bezahlte, hat bezahlt
(etwas) bezahlen

πληρώνω (κάτι)

Κοστίζει...

Κοστίζουν συνολικά…

Das stimmt so.
Kurzform: Stimmt so.

Είμαστε εντάξει.

Σε κερνάω εγώ!/Σε κερνάμε εμείς!

προσκεκλημένος/επισκέπτης

ξεχωριστός (-ή, -ό)/ξεχωριστά

der Kellner, die Kellner

σερβιτόρος

die Rechnung, die Rechnungen

λογαριασμός

etwas sagen
sagt, sagte, hat gesagt

λέω κάτι

das Trinkgeld, die Trinkgelder

φιλοδώρημα

Πόσο κοστίζει...;

πόσο

Πόσα ευρώ κοστίζει αυτό;

Πόσο κοστίζει...;

zahlen
zahlt, zahlte, hat gezahlt
zahlen

πληρώνω

Θα πληρώσετε με μετρητά ή με κάρτα; (πληθυντικός ευγενείας)

Θα πληρώσετε μαζί ή ξεχωριστά; (πληθυντικός ευγενείας)

μαζί