πολυκατοικία
πετάω κάποιον έξω
κάτι αποδίδει/αξίζει
ανακαινίζω κάτι
κλιμακοστάσιο
δυνατό γέλιο
καρφώνω (κάποιον για κάτι)
γειτονιά (εδώ: γείτονες)
ουρά αναμονής
επίσκεψη νέας κατοικίας από υποψήφιους ενοικιαστές
μισθωτήριο
έχω κάτι να προσφέρω
ακίνητο
έχω την οικονομική άνεση για κάτι
αδειάζω κάτι (π.χ. δωμάτιο)
έχω καθυστερήσει το ενοίκιο
στέκομαι άσκοπα όρθιος (-α, -ο)
κάτι είναι ακατοίκητο
εισαγγελέας (αρσενικό)
εισαγγελέας (θηλυκό)
άνετος (-η, -ο)/άνετα (εδώ: εύκολα)
κάτι μου περισσεύει (εδώ: χρήματα)
μίνι μπαρ
δερμάτινος καναπές
καρέκλα από σχεδιαστή επίπλων
μπανιέρα
περνάω από κάπου για επίσκεψη
εγκαινιάζω κάτι
εσωτερική αυλή
κάσα πόρτας
μεγαλώνω
σκεπάζω κάτι βάφοντάς το
αφήνω κάτι όπως είναι
διαμέρισμα σε παλιό κτήριο
μεσίτης ακινήτων
μεσίτρια ακινήτων
προηγούμενος ενοικιαστής
προηγούμενη ενοικιάστρια
μετακομίζω (φεύγω από μία κατοικία)
τετράγωνο
τετραγωνικό μέτρο
άνετος (-η, -ο)/ευχάριστος (-η, -ο)/άνετα/ευχάριστα
ενοίκιο χωρίς κοινόχρηστα
εγγύηση ενοικιαζόμενης κατοικίας
μετακομίζω (σε νέα κατοικία)
παράδοση κλειδιών
μετακόμιση
εξευγενισμός/gentrification
οικονομικά προσιτός (-ή, -ό)
άκρη της πόλης/προάστιο
κοινόχρηστο διαμέρισμα
δημιουργούμαι
πολιτιστική σκηνή
δωμάτιο/χώρος κατοικίας