πετάω κάποιον έξω
κάτι αποδίδει/αξίζει
ανακαινίζω κάτι
δυνατό γέλιο
καρφώνω (κάποιον για κάτι)
γειτονιά (εδώ: γείτονες)
έχω κάτι να προσφέρω
ακίνητο
έχω την οικονομική άνεση για κάτι
αδειάζω κάτι (π.χ. δωμάτιο)
έχω καθυστερήσει το ενοίκιο
στέκομαι άσκοπα όρθιος (-α, -ο)
εισαγγελέας (αρσενικό)
εισαγγελέας (θηλυκό)
άνετος (-η, -ο)/άνετα (εδώ: εύκολα)
κάτι μου περισσεύει (εδώ: χρήματα)
περνάω από κάπου για επίσκεψη
εγκαινιάζω κάτι
κάσα πόρτας
μεγαλώνω
αφήνω κάτι όπως είναι
μεσίτης ακινήτων
μεσίτρια ακινήτων
προηγούμενος ενοικιαστής
προηγούμενη ενοικιάστρια
μετακομίζω (φεύγω από μία κατοικία)
άνετος (-η, -ο)/ευχάριστος (-η, -ο)/άνετα/ευχάριστα
ενοίκιο χωρίς κοινόχρηστα
εγγύηση ενοικιαζόμενης κατοικίας
μετακομίζω (σε νέα κατοικία)
εξευγενισμός/gentrification
οικονομικά προσιτός (-ή, -ό)
άκρη της πόλης/προάστιο
κοινόχρηστο διαμέρισμα
δημιουργούμαι
πολιτιστική σκηνή
δωμάτιο/χώρος κατοικίας