Λεξιλόγιο
etwas ab|lehnen
lehnt ab, lehnte ab, hat abgelehnt

απορρίπτω κάτι

die Architektur
nur Singular

αρχιτεκτονική

aus|wandern
wandert aus, wanderte aus, ist ausgewandert

μεταναστεύω

beeindruckend
beeindruckender, am beeindruckendsten

εντυπωσιακός (-ή, -ό)/εντυπωσιακά

froh
froher, am frohsten/am frohesten

χαρούμενος (-η, -ο)

jemanden zu etwas inspirieren
inspiriert, inspirierte, hat inspiriert

εμπνέω κάποιον σε κάτι

υπουργός (αρσενικό)

υπουργός (θηλυκό)

εθνικοσοσιαλιστής

εθνικοσοσιαλίστρια

revolutionär
revolutionärer, am revolutionärsten

επαναστατικός (-ή, -ό)/επαναστατικά

συγγραφέας (αρσενικό)

συγγραφέας (θηλυκό)

τεχνοτροπία/στιλ

der Tod, die Tode
Plural selten

θάνατος

επιστήμονας (αρσενικό)

επιστήμονας (θηλυκό)