Λεξιλόγιο

απ’ ό,τι

sich an|melden
meldet an, meldete an, hat angemeldet

εγγράφομαι

etwas aus|geben
gibt aus, gab aus, hat ausgegeben

ξοδεύω κάτι/δαπανώ

αλλοδαπός/ξένος

αλλοδαπή/ξένη

βασικός τραπεζικός λογαριασμός

πιστοποιητικό/βεβαίωση 

dankbar
dankbarer, am dankbarsten

ευγνώμων (-ων, -ον)

γι’ αυτό/για αυτόν τον λόγο

Υπηρεσία Καταχώρισης Κατοίκων

erleichtert
erleichterter, am erleichtertsten

ανακουφισμένος (-η, -ο)

etwas eröffnen
eröffnet, eröffnete, hat eröffnet

ανοίγω/εγκαινιάζω κάτι

πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (αρσενικό)

πολίτης της Ευρωπαϊκής Ένωσης (θηλυκό) 

sich freuen
freut, freute, hat gefreut

χαίρομαι

geizig
geiziger, am geizigsten

τσιγκούνης (-α, -ικο)/φιλοχρήματος (-η, -ο)

der Geldschein, die Geldscheine

χαρτονόμισμα

συνομιλία/κουβέντα

τρεχούμενος τραπεζικός λογαριασμός

τραπεζικός λογαριασμός 

έχω την οικονομική δυνατότητα για κάτι

βεβαίωση δήλωσης διαμονής

sauer (auf jemanden)
saurer, am sauersten

θυμωμένος (-η, -ο) (με κάποιον)

σίγουρα

(etwas) sparen
spart, sparte, hat gespart

αποταμιεύω/εξοικονομώ (κάτι)

λογαριασμός ταμιευτηρίου

der Strom
nur Singular

ηλεκτρικό ρεύμα

λίστα to-do

Σοβαρά;/Αλήθεια;

wütend
wütender, am wütendsten

οργισμένος (-η, -ο)/οργισμένα

etwas zurück|legen
legt zurück, legte zurück, hat zurückgelegt

βάζω στην άκρη κάτι/αποταμιεύω