Λεξιλόγιο
etwas aus|suchen
sucht aus, suchte aus, hat ausgesucht

διαλέγω/επιλέγω κάτι

bitter
bitterer, am bittersten

πικρός (-ή, -ό)

Παρακαλώ, φέρτε μας ακόμα…

σαμπάνια

der Chili
nur Singular

τσίλι

Χαίρομαι πολύ.

Κερασμένο από το κατάστημα!

γκρέιπφρουτ

Έχετε επιλέξει τι θα πάρετε;

Θα θέλατε κάτι άλλο;

Σας άρεσε το φαγητό;

herzhaft
herzhafter, am herzhaftesten

πικάντικος (-η, -ο)/χορταστικός (-ή, -ό)

intensiv
intensiver, am intensivsten

έντονος (-η, -ο)/έντονα

Kommt sofort.
Kurzform von: Das Essen/Das Getränk kommt sofort.

Έρχεται αμέσως.

ζαχαροπλάστης

ζαχαροπλαστείο

ζαχαροπλάστρια

köstlich
köstlicher, am köstlichsten

νόστιμος (-η, -ο)

kritisch
kritischer, am kritischsten

ο ασκών κριτική/η ασκούσα κριτική

lieblich
lieblicher, am lieblichsten

ημίγλυκος (-η, -ο)

pikant
pikanter, am pikantesten

πικάντικος (-η, -ο)

salzig
salziger, am salzigsten
salzig

αλμυρός (-ή, -ό)

sauer
saurer, am sauersten

ξινός (-ή, -ό)

αφρώδης οίνος

trocken
trockener, am trockensten

ξηρός (-ή, -ό)

wunderbar
wunderbarer, am wunderbarsten

υπέροχος (-η, -ο)/υπέροχα

etwas zu|bereiten
bereitet zu, bereitete zu, hat zubereitet

ετοιμάζω/φτιάχνω κάτι