ΓραμματικήShape CopyCreated with Sketch.

Βοηθητικά ρήματα

Βοηθητικά ρήματα: «können» και «müssen»

Τα ρήματα «können» και «müssen» είναι βοηθητικά ρήματα. Κατά κανόνα, τα βοηθητικά ρήματα εμφανίζονται στην πρόταση σε συνδυασμό με ένα δεύτερο ρήμα. Το βοηθητικό ρήμα εκφράζει τη σχέση του υποκειμένου με την ενέργεια που δηλώνεται από το δεύτερο ρήμα.

Περιγραφή μίας ενέργειας:
Ich stehe auf.

Βοηθητικό ρήμα «können»: Περιγραφή μίας δυνατότητας ή ικανότητας:
Ich kann aufstehen. (Δεν είμαι βαριά άρρωστος ή τραυματισμένος. Είμαι σε θέση να σηκωθώ.)

Βοηθητικό ρήμα «müssen»: Περιγραφή μίας αναγκαιότητας:
Ich muss aufstehen. (Έχω ένα ραντεβού ή πρέπει να πάω στη δουλειά. Είμαι αναγκασμένος να σηκωθώ.)

 

Η κλίση των βοηθητικών ρημάτων

Τα βοηθητικά ρήματα κλίνονται διαφορετικά απ’ ό,τι τα «κανονικά» ρήματα:

  • Συχνά, τα βοηθητικά ρήματα έχουν στον ενικό ένα φωνήεν που διαφέρει από το αντίστοιχο του πληθυντικού.
  • Οι τύποι του α' και γ' ενικού προσώπου είναι ίδιοι: το ρήμα δεν έχει κατάληξη.

Παράδειγμα: müssen

Ενικός:  
α' πρόσωπο ich muss
β' πρόσωπο du musst
γ' πρόσωπο er/sie/es muss
Πληθυντικός:  
α' πρόσωπο wir müssen
β' πρόσωπο ihr müsst
γ' πρόσωπο sie müssen
Πληθυντικός ευγενείας: Sie müssen

 

Βοηθητικά ρήματα στην πρόταση

  • Σε μία απλή δηλωτική πρόταση στον Ενεστώτα, το βοηθητικό ρήμα είναι σε κλίση και βρίσκεται στη 2η συντακτική θέση.
  • Το δεύτερο ρήμα βρίσκεται στο τέλος της πρότασης στον απαρεμφατικό του τύπο. Αυτό σημαίνει ότι εδώ το ρήμα δεν κλίνεται.

 

Υποκείμενο και 
βοηθητικό ρήμα
  2ο ρήμα
(απαρέμφατο)
Ich muss morgen  arbeiten.
Du musst morgen  arbeiten.
Er muss morgen  arbeiten.
Wir müssen morgen  arbeiten.
Ihr müsst morgen  arbeiten.
Sie müssen morgen  arbeiten.

 

Η σειρά των μερών της πρότασης μπορεί φυσικά και να αλλάξει. Ωστόσο, η θέση του βοηθητικού ρήματος και του απαρεμφάτου δεν αλλάζει: Morgen muss ich arbeiten.

Γραμματικοί όροι στα Γερμανικά:

das Modalverb: Τα βοηθητικά ρήματα είναι ρήματα που κατά κανόνα αναφέρονται σε ένα δεύτερο ρήμα προσδιορίζοντάς το περαιτέρω. Εκφράζουν για παράδειγμα εάν μία ενέργεια είναι δυνατή ή αναγκαία. Σε μία πρόταση στον Ενεστώτα, το βοηθητικό ρήμα κλίνεται, ενώ το δεύτερο ρήμα παραμένει στο απαρέμφατο.

der Infinitiv: Το απαρέμφατο συνιστά τον βασικό τύπο του ρήματος σε άκλιτη μορφή. Αυτή είναι και η μορφή με την οποία το ρήμα συνήθως δίνεται σε πίνακες λεξιλογίου ή σε λεξικά. Το απαρέμφατο των ρημάτων στα Γερμανικά έχει κατά κανόνα την κατάληξη «-(e)n».


ΓραμματικήShape CopyCreated with Sketch.