στεγνώνομαι/σκουπίζομαι
κάνω αερόμπικ
ντύνομαι
νευριάζω/συγχύζομαι (με κάτι/κάποιον)
χορωδία
Αυτό ακούγεται τέλειο.
κάνω ντους
εθελοντικός (-ή, -ό)/εθελοντικά
βάζω κρέμα (στον εαυτό μου)
δραστηριοποιούμαι
αποφασίζω
χαλαρώνω
φωτογραφίζω (κάποιον/κάτι)
είναι δημοφιλές/είναι στη μόδα
ενδιαφέρομαι για κάτι/κάποιον
ένας στους τρεις
χτενίζομαι
χιλιόμετρο
κουτί/κούτα
τρέχω μαραθώνιο
έρχομαι αργότερα
πρότζεκτ/έργο
ξυρίζομαι
ιδιωματισμός
βάφομαι/μακιγιάρομαι
κουβαλάω κάτι
συναντιέμαι με κάποιον
υπό μία προϋπόθεση/υπό έναν όρο
συζητάω/συνομιλώ
δίνω ραντεβού (με κάποιον)