μελιτζάνα
παραδίδω κάτι
κ.σ. (κουταλιά της σούπας)
τυρί φέτα
κάποιος (-α, -ο)
ανακατεύω κάτι
κ.γ. (κουταλάκι του γλυκού)
κατσαρόλα
δισέγγονος
δισεγγονή
ολικά χορτοφάγος (αρσενικό)
ολικά χορτοφάγος (θηλυκό)
επιλέγω κάτι/κάποιον