Λεξιλόγιο
akzentfrei Deutsch sprechen
spricht, sprach, hat gesprochen

μιλάω Γερμανικά χωρίς προφορά

μυρμήγκι

sich gut an|hören
hört an, hörte an, hat angehört

ακούγεται καλό

der Appetit
nur Singular

όρεξη

επιδόρπιο

(jemandem) etwas empfehlen
empfiehlt, empfahl, hat empfohlen

προτείνω κάτι (σε κάποιον)

βάτραχος

als etwas/jemand gelten
gilt, galt, hat gegolten

θεωρείται ως κάτι/κάποιος

κυρίως πιάτο

ιερός (-ή, -ό)

μέλι

der Humor
nur Singular

χιούμορ

der Islam
nur Singular

Ισλάμ

das Judentum
nur Singular

Ιουδαϊσμός

πουρές πατάτας

köstlich
köstlicher, am köstlichsten

νόστιμος (-η, -ο)

die Krokette, die Kroketten

πατατοκροκέτα

αγελάδα

μοσχολέμονο

ινδικό χοιρίδιο

der Nachtisch, die Nachtische

επιδόρπιο

das Rotkraut
nur Singular

κόκκινο λάχανο

das Sauerkraut
nur Singular
das Sauerkraut

ξινολάχανο

σαλιγκάρι

χοιρινό κρέας

die Schweineleber, die Schweinelebern

χοιρινό συκώτι

ακάθαρτος (-η, -ο)

das Vanilleeis
nur Singular

παγωτό βανίλια

ολικά χορτοφαγικός (-ή, -ό)

στοίχημα

wetten
wettet, wettete, hat gewettet

στοιχηματίζω

die Wurstplatte, die Wurstplatten

πιατέλα αλλαντικών

der Ziegenkäse
nur Singular
der Ziegenkäse

κατσικίσιο τυρί