Σύνοψη: Η αιτιατική
Η αιτιατική μπορεί να έχει διάφορες λειτουργίες. Χρησιμοποιείται, συνήθως, για αντικείμενα και μετά από συγκεκριμένες προθέσεις.
Αντικείμενα σε αιτιατική
Πολλά ρήματα συντάσσονται με ένα αντικείμενο, το όποιο συμπληρώνει νοηματικά την πρόταση. Αυτό το αντικείμενο είναι πολύ συχνά σε αιτιατική.
Ich habe einen französischen Namen.
Der Mann bestellt sicher wieder ein Schnitzel.
Γνωρίζεις ήδη πολλά ρήματα που συντάσσονται με αντικείμενο σε αιτιατική:
haben, lernen, brauchen, anrufen, essen, trinken, nehmen, suchen, kennen, machen, lieben, hassen, besuchen, besichtigen, bestellen, bekommen, mögen, putzen, kontrollieren, vorbereiten, waschen, öffnen, schließen, reparieren, …
Προθέσεις με αιτιατική
Οι προθέσεις «für», «um», «durch», «ohne» και «gegen» συντάσσονται πάντα με αιτιατική:
Das Schnitzel ist für den Mann am Nachbartisch.
Inge und Jacques wetten um eine Verabredung.
Der Kellner geht durch den Flur von der Küche ins Restaurant.
Inge kann die Speisekarte ohne ihre Brille nicht lesen.
Inge entscheidet sich gegen den Wein. Sie bestellt ein Glas Wasser.
Και η πρόθεση «bis» συντάσσεται με αιτιατική. Ωστόσο, κατά κανόνα, μετά από το «bis» δεν ακολουθεί άρθρο:
Jacques und Inge unterhalten sich bis zwei Uhr.
Η αιτιατική μετά το «bis» φαίνεται, συνήθως, μόνο όταν υπάρχει ένα επίθετο μπροστά από το ουσιαστικό.
Παράδειγμα: Η Inge και ο Jacques κανονίζουν να συναντηθούν. Θέλουν να συναντηθούν σε έναν μήνα. Ο Jaques θα μπορούσε να αποχαιρετίσει την Inge λέγοντας:
Bis nächsten Monat, Inge! (Η κατάληξη επιθέτου «-en» υποδηλώνει την αιτιατική.)
Έχεις μάθει ήδη ότι η πρόθεση «entlang» συντάσσεται επίσης με αιτιατική, όταν πρόκειται για οδηγίες κατεύθυνσης. Σε αυτή την περίπτωση, η αιτιατική βρίσκεται μπροστά από την πρόθεση.
Inge und Jacques gehen die Straße entlang.
Τα άρθρα στην αιτιατική
Στην αιτιατική, το αρσενικό άρθρο αλλάζει. Τα υπόλοιπα άρθρα παραμένουν ίδια.
Ονομαστική | Αιτιατική | |
αρσενικό |
der |
den |
ein |
einen | |
kein | keinen | |
θηλυκό | die |
die |
eine |
eine |
|
keine | keine | |
ουδέτερο |
das |
das |
ein |
ein |
|
kein | kein | |
πληθυντικός |
die |
die |
- |
- |
|
keine | keine |