Λεξιλόγιο

αποκλειστικός νοσοκόμος (ηλικιωμένων)

αποκλειστική νοσοκόμα (ηλικιωμένων)

εξωνοσοκομειακή περίθαλψη

etwas/jemanden begleiten
begleitet, begleitete, hat begleitet

συνοδεύω κάποιον/κάτι

ενοχλήσεις

δομή φιλοξενίας προσφύγων

der Gehstock, die Gehstöcke

μπαστούνι

das Hörgerät, die Hörgeräte

ακουστικό βαρηκοΐας

κυκλοφορική κατάρρευση

die Lupe, die Lupen

μεγεθυντικός φακός

ein Medikament nehmen
nimmt, nahm, hat genommen

παίρνω ένα φάρμακο

νοσηλευτική υπηρεσία

ίδρυμα μακροχρόνιας φροντίδας

jemanden pflegen
pflegt, pflegte, hat gepflegt

φροντίζω κάποιον

raus|laufen
läuft raus, lief raus, ist rausgelaufen

τρέχω έξω

τροχήλατος περιπατητήρας

der Rollstuhl, die Rollstühle

αναπηρικό αμαξίδιο

etwas/jemanden unterstützen
unterstützt, unterstützte, hat unterstützt

υποστηρίζω κάποιον

die Unterstützung
nur Singular

υποστήριξη