κάτι αφορά κάποιον
προσέχω
συνοδεύω κάποιον σε κάτι
γυναικολόγος (αρσενικό)
γυναικολόγος (θηλυκό)
δεν ανακατεύομαι σε κάτι
απαίσιος (-α, -ο)
σεξ
εξέταση (ιατρική)
ανεύθυνος (-η, -ο)/ανεύθυνα
εγκαταλείπω κάτι/κάποιον
όταν/αν